-
1 ἐπιτλάω
A bear patiently, be patient,τῶ τοι ἐπιτλήτω κραδίη Il.23.591
; τῶ τοι ἐπιτλήτω κραδίη μύθοισιν ἐμοῖσιν let it listen patiently to them, 19.220 ;μυρί' ἐπιτλάς Nic.Al. 241
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτλάω
См. также в других словарях:
επιτλώ — ἐπιτλῶ, άω (Α) υποφέρω υπομονετικά, υπομένω («τῷ τοι ἐπιτλήτω κραδίη» γι’ αυτό ας υπομείνει η καρδιά σου Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τλω «υπομένω»] … Dictionary of Greek